- σκανδαλίζεις
- σκανδαλίζωcause to stumblepres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκανδαλίζω — σκανδάλισα, σκανδαλίστηκα, σκανδαλισμένος 1. βάζω σε πειρασμό κάποιον, του διεγείρω σαρκικές επιθυμίες: Αυτή η γυναίκα τον σκανδάλισε με τα κουνήματά της. 2. προκαλώ την περιέργεια και το ενδιαφέρον κάποιου, ξεσηκώνω: Μη με σκανδαλίζεις, καλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)